- μεσόχρονο
- τοτο ημιχρόνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + χρόνος (πρβλ. ημί-χρονο). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιχρόνιο — το (γυμναστ.) διάλειμμα λίγων λεπτών (για ανάπαυση) στο μέσο περίπου τού διαστήματος κατά το οποίο γίνονται οι γυμναστικές ασκήσεις, αλλ. μεσόχρονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημιχρόνιο (ενν. διάστημα) ουσιαστικοποιημένο επίθ. σχηματισμένο κατά το βραχυ… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek